Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Οι λυπημένες φράσεις

Οι λυπημένες φράσεις
Κική Δημουλά



+YouTube Video


Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει.
Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ' ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ' αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά-σιγά η Kυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.

Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν' αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Mονρόε...
Mη γελάς. Bρέθηκε κάποτε νεκρή η Mονρόε.
Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.

Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές.

Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.
Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεταιμε ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.

Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-

Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.

Ατενίζοντας το απρόσιτο



Τόσα χρόνια
καθόμαστε απέναντι, ουρανέ
και δε συστηθήκαμε.
Ονομάζομαι άπειρος.
«Δες σύμπτωση», μου απάντησε
«κι εγώ άπειρος είμαι.
Προγιαγιά μου η αιωνιότητα
και παππούς μου το χάος».
Μάλλον πρόκειται για συνωνυμία, του είπα.
Εγώ κατάγομαι απ' την έλλειψη πείρας.
Μητέρα μου ήταν η άγνοια.
Ορφανός.
Με μεγάλωσε η αναζήτηση.
Μιας και φαίνεσαι όμως άκληρος, ουρανέ
και τυχαίνει να 'χουμε ομόηχο όνομα
δε με υιοθετείς στο απέραντο
για ν' αλλάξω και σημασία;

Μη λικνίζεσαι επιδεικτικά, ουρανέ.
Σκανδαλίζεται η θνητότητά μου.
Κι όταν καλπάζεις
στους δρόμους του ανέφικτου
να φοράς τις οπλές σου συμπόνια
για ν' απορροφώνται
οι κραδασμοί της υπεροψίας σου.
Με τρομάζουν οι ήχοι του απρόσιτου.

Βρέχει.
Παραπονιέται πάλι ο ουρανός.
Σκληρή η μοναξιά του αχανούς.
Είσαι τουλάχιστον αιώνιος, ουρανέ.
Σκέψου λιγάκι και εμάς.
Και μόνοι και εφήμεροι.

Παναγιώτης Αργυρόπουλος

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Η Αλαφροΐσκιωτη



Είδα ένα δάσος μακρινό
έβαλα μπρος  να  φτάσω…
Μα κει  ψηλά στον ουρανό
νέφη πλεγμένα αγέρα

Να σου προβάλει αλαργινά
μια παιχνιδιάρα αχτίδα
Την βλέπω και χαμογελώ
και δείχνω να πιστεύω

Ξάφνου ανοίγουν ουρανοί
και στάλες πλημμυρίζουν
Και τότε δάκρυα πυκνά
μάτωσαν την ψυχή μου

Και τρέχει ο νους μου μακριά…

Σε θάλασσες κοχύλια
και σ’ ένα απύθμενο γιατί
μες της ψυχής τα κύματα
χιονιάς και καταιγίδα

Και τότε πέταξε πουλί
και έσβησε τη σκέψη
Το βλέμμα μου τραβήχτηκε
απ’ της βροχής τη πλάνη

Κοίταξε το πετούμενο
και σκίρτησε η ψυχή μου
Τα δάκρυα στεγνώσανε
και σκέφτηκα πως θα’ ρθεις

Τότε πυκνό μυστήριο
εκάλυψε τη φύση
και εφάνης σαν μικρός Θεός
του έρωτα της δίψας

Και γω σε καλωσόρισα
ξανά μες την καρδιά μου
Αλήθεια πως δεν έφυγες
στιγμή απ’ τη ματιά μου

Θέλω να σφίξω  εδώ σιμά
την άκρη του ματιού σου
που με κοιτά καρτερικά
και μιας μου γνέφει λάθη

Πότε δε μου συγχώρεσες
την έννοια που σου είχα
του αθάνατου τ’ αγκάλιασμα
και της σιγής τα πάθη

Ξέμακρη μ΄ αναζήτησες
μα σαν ήρθα κοντά σου
για μια φόρα μου ζήτησες
να μπω στην αγκαλιά σου

Μα να της άρνης το νερό
με τρόμαξε και είδα
πως σαν μυστήριο σκοτεινό
θε να ναι η γη μαζί σου

Έτσι πια μόνη θα διαβώ
το δάσος της ζωής μου
Θα βλέπω δέντρα λυγερά
με χέρια απλωμένα

Μα θα ναι απάτης φρένιασμα
απλά κλαδιά ριγμένα
Και έτσι πια ξεμάκρυνα
Στο δάσος ούτε μπήκα…


Δημιουργός: MIPS


Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Γυρνώ τον κόσμο


Γυρνώ τον κόσμο
και τον κοιτώ ανάποδα
Αλλού Ελλάδες
Αλλού Αμερικές
Αλλού Ασίες και Ευρώπες
Που κατοικείς και που κοιτάς
σημασία δεν έχει
Έχει αξία το που βλέπεις
Και βλέπεις θάλασσες γαλήνιες
Και άστρα φωτισμένα
απ’ των ψυχών τα χάδια
Και πειρατές ανέμελους
που κούρσεψαν ελπίδες
Και Παναγιές θλιμμένες
που τόλμησαν να αναρωτηθούν
πώς να ναι άραγε ο κόσμος
αναποδογυρισμένος
Γιατί πως έχει
δεν μπορούν να τον αντέξουν άλλο!

Δημιουργός: MIPS

Το λίγο της ζωής μου


Κιμωλίες ασθενικές
γράφουν σε μαυροπίνακες
το νόημα της ζωής
που κανείς πια δεν πιστεύει
Και συ κοιτάς κατάματα
μάτια μικρών παιδιών
Και νοιώθεις τύψεις
για το λίγο του κόσμου
Είναι μικρές ψυχές
που σε ρωτούν
 τα τι και τα πως
Μα τι να απαντήσεις;
Να πεις άραγε ψέματα;
Πως όλα είναι ονειρικά πλασμένα;
Μα τα παιδιά σε κοιτούν κατάματα!
Μα να τους πεις αλήθειες;
Να γκρεμίσεις καταγάλανους ουρανούς;
Κοιλάδες ψευδαισθήσεων;
Πηγάδια γνώσης αιώνιας;
Θάλασσες θαυμάτων κι ονείρων;
Ποια είσαι εσύ που θα γκρεμίσεις
τα όνειρα μικρών παιδιών;
Μια άθλια απελπισμένη;
Μια εικασία ψεύδους;
Μια ύπαρξη ανίκανη να αγαπήσεις;
Ποια είσαι εσύ;
Κοιτάξου στον καθρέφτη…
Τι βλέπεις;
Μάτια απύθμενα,
στόματα παρενθέσεις,
χέρια κλαδιά πεσμένα
Και θέλεις να μιλάς;

Σώπα επιτέλους!

Δημιουργός : MIPS

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Βροχή



Το μουντόχρωμα του ουρανού 
ταιριάζει στην ψυχή μου
σα βρέχει…
Πλέρια γεμίζουνε τα μάτια μου
σταγόνες θάλασσα
σα βρέχει…
Και λούζονται τα μαλλιά μου 
μ’ ανάσες σου ζεστές
σα βρέχει…
Έλα και σφίξε μου το χέρι 
και δώσε μου πνοή
σα βρέχει…
Έλα και άγγιξε 
τις σφαλισμένες πόρτες 
της καρδιάς μου
σα βρέχει…
Έλα και σβήσε μου τη δίψα 
με μια σου λέξη
σα βρέχει…
Έλα και πες μου σ’ αγαπώ
σαν να’ ναι η τελευταία φορά
που βλέπουμε βροχή…
και άσε ν’ ανθίσει για πάντα
το ουράνιο τόξο στα μάτια των παιδιών
Και γω ας μην υπάρχω πια…
Φτάνει που έζησα για μια στιγμή
 μες απ’ τα μάτια σου
σαν γυάλισαν οι δρόμοι απ’ τη βροχή

Δημιουργός : MIPS

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Πανσέληνος




Φως στην ενδοχώρα της ψυχής αχνοφέγγει…

Είναι οι φλόγες των κεριών που τρεμοσβήνουν;
Είναι η αιωνιότητα των στιγμών ανάμεσα σε γη και φεγγάρι;
Είναι το χάδι της πανσέληνου που σβήνει
μέσα στην ανάσα των αισθήσεων;
Είναι μια μαγική μελωδία γεννημένη
από τη λάμψη των ματιών σου;
Είναι ένα ταξίδι σε θάλασσα γαληνεμένη
πέρα από τα σύνορα των ονείρων;
Είναι η ψυχή που αφήνεται να αιωρείται
ανάμεσα σε ανεκπλήρωτες επιθυμίες;
Είναι οι δρόμοι που δεν περπατήθηκαν
και οι στιγμές που έσβησαν από κόκκινη βροχή;

Είναι ένα  χάδι σ’ αυτά που δεν έζησες, μα τόσο ποθούσες
Τα αφουγκράζεσαι, τα αγγίζεις, τα βουτάς στην καρδιά σου
και αφήνεσαι στο μεθύσι των συναισθημάτων
Ακουμπώ ένα χάδι σε όσα δεν έζησα
Σε όσα δεν ένιωσα
Σε όσα δεν είπα
Μοναδικό σημείο αναφοράς , κοινό για τους δυο  μας , η πανσέληνος
Μου λες την κοιτώ και σε βλέπω.
Σου λέω την κοιτώ και σε βλέπω.
Και έτσι κοιταζόμαστε στα μάτια ψυχή μου,
κι ας είσαι τόσο μακριά…

Δημιουργός: MIPS

Η αγάπη είναι ο φόβος

Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ' όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.

Μα ποιος θα' ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια-μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα;
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια ώρα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Από τη συλλογή Εποχές 3 (1951)

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Εφιάλτης



Υπάρχουν ολόκληροι άνθρωποι;

Γύρω μου
ακρωτηριασμένα μέλη
Ψυχές αλλού
Σώματα αλλού
Μυαλά πεταμένα
σε αχανείς αβύσσους
Κάθε νύχτα ο ίδιος εφιάλτης
Κάθε νύχτα ο ίδιος εφιάλτης
νεκρής γυναίκας
με ρούχα κόκκινα
Με κοιτά
μου χαμογελά
και σφίγγει τη ζώνη του παλτού της,
έτοιμη να φύγει
Μα μένει εκεί και με κοιτά
Στα μάτια με κοιτά με ικεσία
και μου χαμογελά
και με προσμένει
Δε μπορώ να σταματήσω
Δε μπορώ να σταματήσω
Με μαγνητίζει η ματιά της
...με μαγεύει
Και ξεμακραίνω
από τον κόσμο
Και κλείνομαι
Και κλείνομαι
Τα μάτια μου παίρνουν φωτιά
Τα χείλη υγραίνονται
Η ψυχή ξεμακραίνει
Και χάνεται
Χάνεται...

Μέλη ακρωτηριασμένα
Ψυχές... κορμιά ματωμένα
Υπάρχουν ολόκληροι άνθρωποι;
Δεν ξέρω…

Δημιουργός: MIPS

Νυχτερινό



Έφυγες…
Δε ρώτησες αν μου’ χει μείνει ανάσα
Δεν άντεξες της ψυχής την ορμή
Δεν γεύτηκες του ονείρου το χάδι
Και  'γω, εδώ…
Μένω στο στερέωμα της νύχτας
να σ΄ ακολουθώ…
Πηγαίνω τον δρόμο της δίψας
για το χαμένο όνειρο
Πώς ν΄ αντέξω τόση μοναξιά…

Παίρνω το δρόμο του φευγιού..
Μέσα στη νύχτα…
Φώτα ολούθε αναψοκοκκινίζουν
Τρεμοπαίζουν και διαδοχικά σβήνουν
καθώς τα προσπερνώ
Κοιτάζω χωρίς να τα βλέπω,
γιατί τα μάτια της καρδιάς μου
είναι σφαλισμένα,
συγκεντρωμένα μόνο πάνω σου..
Προσπερνώ τα σκοτεινιασμένα σπίτια..
Οσμίζομαι τις νότες τις βροχής,
καθώς χτυπούν ανελέητα τα τζάμια.
Και ξεμακραίνω με ιλιγγιώδη ταχύτητα,
Χωρίς προορισμό..

Και φεύγω…
Φεύγω για να μη γευτώ
του αποχαιρετισμού τα πικραμύγδαλα.
Φεύγω…
Για να μη νιώσω του χειμώνα την φύση.
Φεύγω για να μην υπάρξω χωρίς εσένα.
Δε θα μπορέσω να υπάρξω χωρίς εσένα..

Δυο παιδικά μάτια με κοιτούν
δακρυσμένα...
Μια ανάσα αθώα καθισμένη
σε ψηλό μαντρότοιχο με κοιτά
και με σφαλίζει για πάντα.
Όχι δε μπορώ να ξεπεζέψω
από της ζωής μου το άρμα
Όχι δε μπορώ να μηνύσω
του τέλους την ύπαρξη
Όχι δε μπορώ να φιλήσω
του Άδη τα χείλη

Δυο παιδικά μάτια αθώα με κοιτούν
και μου στέλνουν πνοές ανάγκης
Δυο μάτια από ψηλό μαντρότοιχο,
δυο χέρια με κρατούνε για πάντα
Και δεν αντέχω να φύγω…
Τρέχω με ιλιγγιώδη ταχύτητα
Προσπερνώ ανυποψίαστους διαβάτες
Χαμογελώ κι ας μην πιστεύω πια στη χαρά

Δακρύζω
Κραυγάζω
Σπαράζω
Κανείς δεν μ΄ακούει..
Γιατί;
Γιατί δε μ΄ ακούτε..
Ε… διαβάτες ,
εσείς που ξεμακραίνετε
και μ΄ αφήνετε μόνη
Γιατί δε μ΄ αγγίζετε;
Γιατί δε με θέλετε;
Γιατί με φθονείτε;

Τρέχω προσπερνώντας πανύψηλα δάση
Μπαξέδες ξέχειλους με αρώματα λήθης
Ουρανούς ξάστερους με πανσέληνους μαύρες
Και θέλω να φτάσω στο αδιέξοδο της μοίρας
Σε γκρεμό βαθύ να πετάξω,
Σαν πουλί να πετάξω και να βρω λυτρωμό
απ’ της ψυχής μου τα πάθη.
Μα δε μπορώ..

Δυο μάτια παιδικά με κοιτούν
Μου μιλούν
και μου λένε
«Ζήσε!»

Δημιουργός: MIPS

Δήμητρα Γαλάνη - Μ' αυτόν τον έρωτα



Ας ήταν κάπου γραμμένο
έστω για απολογισμό
κάθε που χάνω το τρένο
πάντα βρίσκω ένα σταθμό
συνοδεύω τους άλλους και μένω

Μ΄αυτόν τον έρωτα που χρόνια αμέτρητα
δεν υποκρίνεται
για τ΄αφιέρωμα της προσμονής
γι΄αυτόν τον έρωτα που απαραίτητα
κρατάει κι αμύνεται
ως το ξημέρωμα της πληρωμής

Ας ήταν κάπου γραμμένο
για να δείχνει αληθινό
όπου κι αν είπα πεθαίνω
βρήκα λόγο για να ζω
τυχερό κι ακριβά πληρωμένο
μα μένω

Μ΄αυτόν τον έρωτα που χρόνια αμέτρητα
δεν υποκρίνεται
για τ΄αφιέρωμα της προσμονής
γι΄αυτόν τον έρωτα που απαραίτητα
κρατάει κι αμύνεται
ως το ξημέρωμα της πληρωμής

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Το μονόγραμμα




III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ'αγαπώ και σ'αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτα άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ' ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Πού μ' αφήνεις, πού πας και ποιός, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μια μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ'ακούς
Στα νερά ένα-ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς

Ή κανείς ή κι οι δυό μαζί, μ' ακούς

Το λουλούδι αυτό τής καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε, μ' ακούς
Και δεν γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, οίδιος, μ'ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Mές στη μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Μέ σπηλιές καί με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει - ακούς;
Είμ' εγώ πού φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

Οδυσσέας Ελύτης

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ'όνειρο μου




Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά∙

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δεν θα ειπωθεί∙

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σαν βλέπω το μεγάλο ουρανό,

η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που ’ζησα ζωή.

Κώστας Καρυωτάκης
Μουσική Μίκης Θεοδωράκης
Τραγούδι Βασίλης Παπακωσταντίνου

Άλλα τα βράδια


Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος?

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ το δέντρο που βρέχεται?

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες?
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ ένα άστρο ή μ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών?

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου Τάσος Λειβαδίτης
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Ανάγνωση : Γ. Μιχαλακόπουλος

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

ΛΗΘΗ


Άπειρες κλωστές στον αργαλειό,
αμέτρητες ωδές ανθρώπου.
Το φως το τύφλωσαν,
μα τους θάμπωνε πάντοτε τα μάτια.

Πρωτόπλαστο αίνιγμα
με ερωτηματικά στο πέρας.
Ας το θάψουμε, λοιπόν,
αυτό το εγώ.
Ας το ερευνήσουμε αύριο,
αυτό το εγώ, χωρίς αγάπη.

Συνέχεια ατέλειωτης κάμαρας
με τοίχους και τοιχάκια.
Ασυνέχεια δέρματος, δίαυλος εισόδου
παράσιτων-ιών-ανθρώπων.

Εμπόδια παντού, στο σκίρτημα, 
στο μέσα, στο ανάθεμα. 
Στο πέρα-δώθε ανάμεσα, 
στο πριν και το μετά σας.

Για πόσες ανάσες ζωής ακόμη ζουν;
Για πόσους χτύπους και μελτέμια;
Και ποια τα όρια της κάμαρας, για ποιο εγώ;

Με δοξασίες ανάσαιναν και με σκιές στο έρεβος,
καθώς το λίγο φως γλιστρούσε στο κατώγι.
Τα δήθεν βίωναν κι αναβίωναν το δήθεν του καθένα.
Πρωταρχικό και τίποτα εγώ
εκείνο
το θαμμένο.

Νόπη Χατζηιγνατιάδου
Από τη συλλογή «Αναζητώντας το Άλφα» (2009)