Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Αναπόφευκτη απόφαση



Σκιές σαλεύουν στον
ύπνο σου και δεν σε αφήνουν 
ήσυχη ,κι όμως εκεί στην
άκρη, στέκεσαι ματωμένη
να ελπίζεις μόνο, πως στην 
πραγματικότητα υπάρχει κάτι άλλο…


Τώρα πια που η απόφαση
παίρνει υπόσταση, 
προσπαθώ να αναβάλω
την αναπόφευκτη συνάντηση, 
και υποκρίνομαι αδιάφορα,
ότι δεν θα υπάρχει καμία
υποψία, την τελευταία στιγμή.

Δημιουργός: MIPS

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

ΨΥΧΗ


Ψ άχνω να σε βρω στην άκρη της γης
Υ πάρχεις  ψυχή μου στα πέρατα του κόσμου
Χ άνεσαι μα είσαι πάντα εδώ
Η απουσία σου δε με τρομάζει
Για τον Θ.

Δημιουργός: MIPS

Por tí volaré . Andrea Bocelli

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ασπίδα

Ο ΧΡΟΝΟΣ:
Οι νύχτες οι απύθμενες δεν έχουν συγκράτηση καμιά…
Και τώρα νύχτα.. πάντα νύχτα… μόνο νύχτα!

Το κόκκινο απλώνεται σαν αίσθηση θανάτου,
μα είναι φεγγάρι αυγουστιάτικο, εν μέσω παγετώνα
Και είναι τα μάτια, για να ζουν στη θλίψη όλο γερμένα;
Τρέχουν ανυποψίαστα στους δρόμους μαγεμένα
βλέμματα αθώα πυρπολούν, παράθυρα ζηλεύουν
οσφραίνονται το μέλλον τους, μα γέρνουν και λανθάνουν

ΕΣΥ:
Ερέβους γλυκοξύπνημα έρχεσαι να κουρσέψεις
την λήθη την ακάματη για λάθη αορίστου
γυρεύεις στη στεριά να βγεις σαν λήσταρχος της μνήμης
και ενεστώτας να βρεθείς στο διάβα της ζωής μου
Δεν με φοβίζει ς πια , όσο κι αν βρέχει λάθος
Ανέξοδα ξοδεύεσαι σε λόγια διεφθαρμένα

ΕΓΩ:
Κρατώ ασπίδα, όταν ζητάς στη θάλασσα μου να’ ρθεις
Παλεύω με τα όπλα σου, τα πάθη να αντικρούω
Χαρά σ’ αυτόν το πόλεμο νομίζεις πως θα λάβεις
σ’ αυτή τη σάρκα που ‘μεινε ελπίζεις να προλάβεις
Μα ζεις μόνο στη λήθη μου. Δεν είσαι θησαυρός μου…
Μακραίνεις και ελπίζω πια σε κάτοπτρα εντός μου.


ΕΜΕΙΣ:
Μικρό μπαούλο, ξύλινο, με χάλκινα ανθάκια. Θυμάσαι;
Ευθύς το ερωτευτήκαμε. Τα αδειάζω στο χαλί μου.

ΕΓΩ… ΜΟΝΟ ΕΓΩ:
Δε θέλω να υπάρχουνε τα μύρια, τα ανείπωτα,
τα λόγια, τα αγκάθια. Βάζω φωτιά και καίγονται,
και σβήνουν τα κελεύσματα, του πάθους σου συντρίμμια
Και η ψυχή ραγίζει και σκορπά ρινίσματα θανάτου
μα ήρωας κηρύσσεται , γιατί απλά ραγίζει.
Και σπάει το σώμα σαν γυαλί, γιατί πρέπει ν΄ αντέξει

ΕΣΥ… ΜΟΝΟ ΕΣΥ:
Και συ κουρσάρος κι αν φανείς στα βάθη τ’ ουρανού μου
σαν περπατάς μες την βροχή και θάλασσα ατενίζεις,
σαν η πνοή σου είναι βαθιά να την ευχαριστιέσαι
Θα δεις πως τα νησιά δεν παίρνονται με μάχες , με ραπόρτα
Θα δεις που στα νησιά δεν φαίνονται μαλάματα και σμύρνα
Θα δεις που στη στεριά υφαίνονται ιστοί μα και αράχνες

Ο ΧΩΡΟΣ:
Για χρόνια κοιμάται η ηδονή, ύπνο βαθύ κι ακέραιο
Μια χειμερία νάρκη ατέρμονη για χρόνια, που φοβάται
Σαν τις αράχνης τα υφαντά απλώνει και μεθάει
Τρόμος και γύρω σου κανείς δε είναι να σε σώσει
Φωνές στο άνοιγμα γλιστρούν μες του μυαλού την τρέλα
Σου γνέθουν τα στολίδια σου και ζεις απαρχαιωμένος

Στο ράδιο ακούγεται μια φράση ασθενική μα τόσο αγαπημένη..
«Πόσο πολύ σ’ αγάπησα κανείς δε θα το μάθει…»
Κρατά ο λυγμός το χέρι σου, δίχως λαλιά μιλάει
Τα άστρα κοιτούν μες τις φωτιές κι υπονοούν αχτίδες
στη νύχτα λουφάζουν οι αγκαλιές, σ’ άλλες ζωές πνιγμένες
Κατάρα ο δρόμος ατέλειωτος, ταξίδι μοναξιάς μου

ΑΡΑ… Ο ΧΩΡΟΣ:
Μικρός είναι ο κόσμος και δε χωρά τις αντοχές του χρόνου…

ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ:
Τα χείλη τους βάψαν κόκκινα και οι άγγελοι στον Άδη
Έγινε η νύχτα όλο φτερά, του έρωτα συνήθεια,
(αληθινή και ψεύτικη, όπως η ανατολή του ονείρου)
Απ’ τις επάλξεις ήλιου αντίκρισμα,
θα μ’ εύρεις στο σκοτάδι να ξεδιψώ, να χάνομαι
της εξουσίας σου ξανά θηλή αποζητώντας
Να με γεννάς και να με καις την δύση για να ανέβεις .

Μα είναι η ανεξαρτησία μου το μόνο που λατρεύω
Το μόνο σφάλμα της ζωής κι αυτό εμπεριστατωμένο
είναι οι αναχρονισμοί που θέλησα να σβήσω με μανία
να πάψω πια στα φράγματα να ζω, τις ώρες να μετράω
στη νιότη επιστροφή δε γίνεται ,για πάντα είναι χαμένη
στο μέλλον να δω τα σωθικά, τον χρόνο να γνωρίσω

Η ΜΟΙΡΑ:
Κι αφού ως τον θάνατο με αγαπάει τόσο ο θάνατος
Πάλι να σπάσω, σαν μαύρη λέξη στου μολυβιού την μύτη…

Είναι η ζωή μου ένας στρατός που με περικυκλώνει
Αμφιθεατρικά ο έρωτας το σπίτι και η δουλειά μου
Φεύγω απ το λάθος, έτσι είπα, μα αυτό κοντοζυγώνει
Στο κάτω χείλος μου κρέμεσαι ανάγκη μου, θηλιά μου

Η ΑΠΟΦΑΣΗ:
Ναι, αρνούμαι. Μ' ακούς;
Σ’ αρνούμαι μ’ ακούς;
Σ' αυτό το λίκνισμα, στο κρέμασμα δε μπαίνω.
Τ' ακούς;
Η σωστή απάντηση.
Η λάθος απάντηση.
Μετρούν πόντους τα συναισθήματα;
Στημένο παιχνίδι ερωτήσεων;
Παγίδες του εγωισμού σου;
Τώρα έχω τη δύναμη …τα’ ακούς;
Βλέπω. Εσύ; Πώς; Εσύ μου το πες.
Μα εγώ ξέρω πως δυνατός δεν είναι αυτός
τη δύναμη που χρησιμοποιεί ενάντια αδυνάτου.
Δειλός ονομάζεται εκείνος.
Εσύ; Δειλός; Όχι. Όχι.
Εγώ την εικόνα σου θέλω να κρατήσω. Εντάξει;
Το κοφτερό σου μυαλό, τη γλύκα, τις ιδέες σου,
την ίδια την ψυχή σου…
Αυτήν, αυτήν κρατάω εγώ!

Δημιουργός : MIPS

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Μια θολή φωτογραφία.


Μια θολή φωτογραφία.

Πρώτη φορά βάζω τελεία σε μια θολή φωτογραφία.
Παίρνω τις λέξεις που μου έδωσες και σου τις αφιερώνω κι ας ξέρω πως ποτέ δεν θα τις διαβάσεις.
Δε θα σε δω.
Δε θα με δεις.
Κι αν το θέλω.
Κι αν το θέλεις.
Τις βάζω σε σειρά
ΑΓΑΠΗ για ένα όνειρο που χάθηκε. Πάντα ήμουν «ονειροπαρμένη», ρομαντική, «αλαφροΐσκιωτη» .Μα αν χαθεί το όνειρο πώς να υπάρξει η αγάπη; Δεν υπάρχει! Γιατί τα όνειρα είναι άυλα, ανύπαρκτα, αερικά. Πόσο μου μοιάζουν… πόσο μου ταιριάζουν .Δίδυμα κι αυτά…
ΕΡΩΤΑΣ μόνο στη φαντασία του Πλάτωνα υπήρχε! Πουθενά αλλού! Τον σέβομαι τον Πλάτωνα! Τον θαυμάζω! Και δεν θαυμάζω συχνά… μα λέει ψέματα… δεν υπάρχει έρωτας! Ποτέ δεν υπήρξε! ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ! Και δεν είμαι απαισιόδοξη… απελπισμένη είμαι… έτσι απλά…
ΕΛΠΙΔΑ απέλπιδα οπότε…
ΒΟΗΘΕΙΑ… αλήθεια τη λέξη! Με κάνει να γελάω κι ας είμαι φτιαγμένη από υγρά. Γιατί έτσι είμαι φτιαγμένη… από δάκρυα και αίμα. Μια πληγή ολόκληρη… και αυτό είναι αστείο και με κάνει να γελάω! Άκου βοήθεια… τι γελοία λέξη πραγματικά… τώρα το συνειδητοποιώ…
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ είναι ένα! Ο Πάγος…. Ο πάγος είναι μαγικός… κρύος… πόσο μισώ το κρύο… από τα λίγα πράγματα που μίσησα στη ζωή μου… τον γλείφω και με γλείφει, κυλάει στις φλέβες μου… υγρός κι αυτός άλλωστε… και τώρα πιο υγρός από ποτέ!
ΠΑΘΟΣ για το τίποτα, για το καθόλου , το ποτέ και το πουθενά. Πάθος για όλα τα άχρωμα, άοσμα, ανύπαρκτα! Ανύπαρκτο πάθος λοιπόν… ούτε καν ψυχικό!
ΖΩΗ αλλού!
ΑΓΓΕΛΟΣ ανύπαρκτος κι αυτός!
ΘΕΟΣ… και ΑΝΘΡΩΠΟΣ!
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ… ανύπαρκτος κι αυτός!
Δημιουργός και αυτού του τίποτα… εγώ η ανύπαρκτη. Και πρώτη φορά βάζω τελεία και όχι θαυμαστικό.

Δημιουργός: MIPS

Μετάγγιση πνεύματος





Δε ζούσα πριν σε γνωρίσω
Αυτοενεχυριαζόμενη ήμουνα
Στις φλέβες μου δεν κυλούσε αίμα
Πάγος ήταν σφηνωμένος
και μου πονούσε τα χέρια
Δεν έβλεπα
Εθελούσια τυφλή
Σιωπές με κατοικούσαν
βαθειά… τόσο βαθειά
Τρίσβαθα
Δε μίλαγα
εθελούσια
Δεν άκουγα
εθελούσια
Ξέρεις τι είναι ψίθυροι
να σου σκάβουν το μυαλό;
Λέξεις-καρφιά να σε τρυπάνε;
Και να σε ματώνουν;
Και να μη φεύγουν;
Να σε ματώνουν;
Και να πεθαίνεις;
Και να το θέλεις;
Και να υγραίνονται τα μάγουλα σου
από τις σταγόνες της μοίρας σου;
Και να νοιώθεις την αρμύρα στα χείλη
Και να μη θέλεις ποτέ να τελειώσει;
Και ξέρεις ποιο είναι το πιο αστείο;
Μια ζωή μισούσα το αλάτι
Αλήθεια το μισούσα
Ούτε να το βλέπω δεν ήθελα
Ξέρεις πόσα πράγματα κάνω
χωρίς να συνειδητοποιώ το γιατί;
Απίστευτα πολλά
Πολλά ποτέ δε τα συνειδητοποιώ
Ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου
από σένα όνειρο μου
Δεν κατοικούσες μέσα του
Δεν ήσουν σε μια άκρη του
Ήσουν εσύ
Εσύ ήσουν το όνειρο μου
Εσύ ήσουν το όνειρο μου
Εσύ ήσουν το όνειρο μου
Το γράφω να το βλέπω
Να το συνειδητοποιώ κι αυτό
Ξέρεις πώς σε είδα όνειρο μου
Με τα μάτια της ψυχής;
Άντρα σε είδα άμορφο…
Χορτάρι σε είδα πολύχρωμο…
Να τρέχεις μπροστά μου
σε είδα ασταμάτητα…
Να διώχνεις την πανέμορφη μετρέσα σου
για μένα
Να της σκεπάζεις το θεσπέσιο κορμί
με ένα μπουρνούζι
Να την αγκαλιάζεις τρυφερά
Κι εγώ εκεί να βλέπω
Να ματώνω
Και να μη με νοιάζει
(κενή σελίδα)
Να ζηλεύω το παρελθόν
που δεν έζησα
και που έζησες μονάχος,
νομίζοντας μαζί της
Να ματώνω,
αλλά να νιώθω σίγουρη
πως τη διώχνεις για μένα
και πως δε θα γυρίσεις
ποτέ πια πίσω σ’ αυτήν
που σου κρατούσε συντροφιά
τόσα χρόνια για μένα
Με κοίταξες στα μάτια,
καθώς την έσπρωξες από κοντά σου
Κι αυτό έχει σημασία
Μα όνειρο μου
δεν είδα τα μάτια σου
Είδα χορτάρια πολύχρωμα
Να τρέχουνε εμπρός μου
Με ταχύτητα φωτός
Κι ένα γαλάζιο τ’ ουρανού
πολύχρωμο
Όχι γαλάζιο
Τα χέρια μου σφιχτή αγκαλιά
να δένουνε εμένα
καθώς σε σκέφτομαι
Και ξύπνησα από σένα
Όνειρο μου
Και ήσουνα εκεί
Δεν είχες φύγει
Σε πίστεψα
Σε αμφισβήτησα
Σε πίστεψα ξανά
Πάλι θα σε αμφισβητήσω
Και πάλι θα σε πιστέψω
Και κάθε φορά που θα το κάνω
θέλω να είσαι εκεί όνειρο μου
Όπως σήμερα το βράδυ
που πετάχτηκα στον ύπνο μου
Ξέρεις τι συνειδητοποίησα;
Γιατί δε τρώω αλάτι
Γιατί έχω χορτάσει από δάκρυα
που τρέχουνε στα χείλια μου
και ποτίζουν τη ψυχή μου
Και πάλι τρέχουνε
πάνω στο χαρτί μου
Αλλά όνειρο μου ξέρεις κάτι;
Ελπίζω να είναι δάκρυα χαράς
Τώρα πια…

Υ.Γ.
Μου λες τίποτα δεν είναι τυχαίο
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν
που πριν τη λέξη παρελθόν
αφέθηκε στην άκρη άγραφη
μια κίτρινη σελίδα
Ξέρεις γιατί;
Για το κενό του παρελθόντος!

Δημιουργός: MIPS

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Μιά γιορτή

Στίχοι: Ηλίας Καραγιάννης
Μουσική: Ηλίας Καραγιάννης
Εκτέλεση: Πόπη Αστεριάδη

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Οι λυπημένες φράσεις

Οι λυπημένες φράσεις
Κική Δημουλά



+YouTube Video


Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει.
Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ' ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ' αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά-σιγά η Kυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.

Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν' αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Mονρόε...
Mη γελάς. Bρέθηκε κάποτε νεκρή η Mονρόε.
Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.

Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές.

Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.
Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεταιμε ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.

Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-

Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.

Ατενίζοντας το απρόσιτο



Τόσα χρόνια
καθόμαστε απέναντι, ουρανέ
και δε συστηθήκαμε.
Ονομάζομαι άπειρος.
«Δες σύμπτωση», μου απάντησε
«κι εγώ άπειρος είμαι.
Προγιαγιά μου η αιωνιότητα
και παππούς μου το χάος».
Μάλλον πρόκειται για συνωνυμία, του είπα.
Εγώ κατάγομαι απ' την έλλειψη πείρας.
Μητέρα μου ήταν η άγνοια.
Ορφανός.
Με μεγάλωσε η αναζήτηση.
Μιας και φαίνεσαι όμως άκληρος, ουρανέ
και τυχαίνει να 'χουμε ομόηχο όνομα
δε με υιοθετείς στο απέραντο
για ν' αλλάξω και σημασία;

Μη λικνίζεσαι επιδεικτικά, ουρανέ.
Σκανδαλίζεται η θνητότητά μου.
Κι όταν καλπάζεις
στους δρόμους του ανέφικτου
να φοράς τις οπλές σου συμπόνια
για ν' απορροφώνται
οι κραδασμοί της υπεροψίας σου.
Με τρομάζουν οι ήχοι του απρόσιτου.

Βρέχει.
Παραπονιέται πάλι ο ουρανός.
Σκληρή η μοναξιά του αχανούς.
Είσαι τουλάχιστον αιώνιος, ουρανέ.
Σκέψου λιγάκι και εμάς.
Και μόνοι και εφήμεροι.

Παναγιώτης Αργυρόπουλος

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Η Αλαφροΐσκιωτη



Είδα ένα δάσος μακρινό
έβαλα μπρος  να  φτάσω…
Μα κει  ψηλά στον ουρανό
νέφη πλεγμένα αγέρα

Να σου προβάλει αλαργινά
μια παιχνιδιάρα αχτίδα
Την βλέπω και χαμογελώ
και δείχνω να πιστεύω

Ξάφνου ανοίγουν ουρανοί
και στάλες πλημμυρίζουν
Και τότε δάκρυα πυκνά
μάτωσαν την ψυχή μου

Και τρέχει ο νους μου μακριά…

Σε θάλασσες κοχύλια
και σ’ ένα απύθμενο γιατί
μες της ψυχής τα κύματα
χιονιάς και καταιγίδα

Και τότε πέταξε πουλί
και έσβησε τη σκέψη
Το βλέμμα μου τραβήχτηκε
απ’ της βροχής τη πλάνη

Κοίταξε το πετούμενο
και σκίρτησε η ψυχή μου
Τα δάκρυα στεγνώσανε
και σκέφτηκα πως θα’ ρθεις

Τότε πυκνό μυστήριο
εκάλυψε τη φύση
και εφάνης σαν μικρός Θεός
του έρωτα της δίψας

Και γω σε καλωσόρισα
ξανά μες την καρδιά μου
Αλήθεια πως δεν έφυγες
στιγμή απ’ τη ματιά μου

Θέλω να σφίξω  εδώ σιμά
την άκρη του ματιού σου
που με κοιτά καρτερικά
και μιας μου γνέφει λάθη

Πότε δε μου συγχώρεσες
την έννοια που σου είχα
του αθάνατου τ’ αγκάλιασμα
και της σιγής τα πάθη

Ξέμακρη μ΄ αναζήτησες
μα σαν ήρθα κοντά σου
για μια φόρα μου ζήτησες
να μπω στην αγκαλιά σου

Μα να της άρνης το νερό
με τρόμαξε και είδα
πως σαν μυστήριο σκοτεινό
θε να ναι η γη μαζί σου

Έτσι πια μόνη θα διαβώ
το δάσος της ζωής μου
Θα βλέπω δέντρα λυγερά
με χέρια απλωμένα

Μα θα ναι απάτης φρένιασμα
απλά κλαδιά ριγμένα
Και έτσι πια ξεμάκρυνα
Στο δάσος ούτε μπήκα…


Δημιουργός: MIPS


Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Γυρνώ τον κόσμο


Γυρνώ τον κόσμο
και τον κοιτώ ανάποδα
Αλλού Ελλάδες
Αλλού Αμερικές
Αλλού Ασίες και Ευρώπες
Που κατοικείς και που κοιτάς
σημασία δεν έχει
Έχει αξία το που βλέπεις
Και βλέπεις θάλασσες γαλήνιες
Και άστρα φωτισμένα
απ’ των ψυχών τα χάδια
Και πειρατές ανέμελους
που κούρσεψαν ελπίδες
Και Παναγιές θλιμμένες
που τόλμησαν να αναρωτηθούν
πώς να ναι άραγε ο κόσμος
αναποδογυρισμένος
Γιατί πως έχει
δεν μπορούν να τον αντέξουν άλλο!

Δημιουργός: MIPS

Το λίγο της ζωής μου


Κιμωλίες ασθενικές
γράφουν σε μαυροπίνακες
το νόημα της ζωής
που κανείς πια δεν πιστεύει
Και συ κοιτάς κατάματα
μάτια μικρών παιδιών
Και νοιώθεις τύψεις
για το λίγο του κόσμου
Είναι μικρές ψυχές
που σε ρωτούν
 τα τι και τα πως
Μα τι να απαντήσεις;
Να πεις άραγε ψέματα;
Πως όλα είναι ονειρικά πλασμένα;
Μα τα παιδιά σε κοιτούν κατάματα!
Μα να τους πεις αλήθειες;
Να γκρεμίσεις καταγάλανους ουρανούς;
Κοιλάδες ψευδαισθήσεων;
Πηγάδια γνώσης αιώνιας;
Θάλασσες θαυμάτων κι ονείρων;
Ποια είσαι εσύ που θα γκρεμίσεις
τα όνειρα μικρών παιδιών;
Μια άθλια απελπισμένη;
Μια εικασία ψεύδους;
Μια ύπαρξη ανίκανη να αγαπήσεις;
Ποια είσαι εσύ;
Κοιτάξου στον καθρέφτη…
Τι βλέπεις;
Μάτια απύθμενα,
στόματα παρενθέσεις,
χέρια κλαδιά πεσμένα
Και θέλεις να μιλάς;

Σώπα επιτέλους!

Δημιουργός : MIPS

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Βροχή



Το μουντόχρωμα του ουρανού 
ταιριάζει στην ψυχή μου
σα βρέχει…
Πλέρια γεμίζουνε τα μάτια μου
σταγόνες θάλασσα
σα βρέχει…
Και λούζονται τα μαλλιά μου 
μ’ ανάσες σου ζεστές
σα βρέχει…
Έλα και σφίξε μου το χέρι 
και δώσε μου πνοή
σα βρέχει…
Έλα και άγγιξε 
τις σφαλισμένες πόρτες 
της καρδιάς μου
σα βρέχει…
Έλα και σβήσε μου τη δίψα 
με μια σου λέξη
σα βρέχει…
Έλα και πες μου σ’ αγαπώ
σαν να’ ναι η τελευταία φορά
που βλέπουμε βροχή…
και άσε ν’ ανθίσει για πάντα
το ουράνιο τόξο στα μάτια των παιδιών
Και γω ας μην υπάρχω πια…
Φτάνει που έζησα για μια στιγμή
 μες απ’ τα μάτια σου
σαν γυάλισαν οι δρόμοι απ’ τη βροχή

Δημιουργός : MIPS

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Πανσέληνος




Φως στην ενδοχώρα της ψυχής αχνοφέγγει…

Είναι οι φλόγες των κεριών που τρεμοσβήνουν;
Είναι η αιωνιότητα των στιγμών ανάμεσα σε γη και φεγγάρι;
Είναι το χάδι της πανσέληνου που σβήνει
μέσα στην ανάσα των αισθήσεων;
Είναι μια μαγική μελωδία γεννημένη
από τη λάμψη των ματιών σου;
Είναι ένα ταξίδι σε θάλασσα γαληνεμένη
πέρα από τα σύνορα των ονείρων;
Είναι η ψυχή που αφήνεται να αιωρείται
ανάμεσα σε ανεκπλήρωτες επιθυμίες;
Είναι οι δρόμοι που δεν περπατήθηκαν
και οι στιγμές που έσβησαν από κόκκινη βροχή;

Είναι ένα  χάδι σ’ αυτά που δεν έζησες, μα τόσο ποθούσες
Τα αφουγκράζεσαι, τα αγγίζεις, τα βουτάς στην καρδιά σου
και αφήνεσαι στο μεθύσι των συναισθημάτων
Ακουμπώ ένα χάδι σε όσα δεν έζησα
Σε όσα δεν ένιωσα
Σε όσα δεν είπα
Μοναδικό σημείο αναφοράς , κοινό για τους δυο  μας , η πανσέληνος
Μου λες την κοιτώ και σε βλέπω.
Σου λέω την κοιτώ και σε βλέπω.
Και έτσι κοιταζόμαστε στα μάτια ψυχή μου,
κι ας είσαι τόσο μακριά…

Δημιουργός: MIPS

Η αγάπη είναι ο φόβος

Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ' όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.

Μα ποιος θα' ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια-μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα;
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια ώρα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Από τη συλλογή Εποχές 3 (1951)

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Εφιάλτης



Υπάρχουν ολόκληροι άνθρωποι;

Γύρω μου
ακρωτηριασμένα μέλη
Ψυχές αλλού
Σώματα αλλού
Μυαλά πεταμένα
σε αχανείς αβύσσους
Κάθε νύχτα ο ίδιος εφιάλτης
Κάθε νύχτα ο ίδιος εφιάλτης
νεκρής γυναίκας
με ρούχα κόκκινα
Με κοιτά
μου χαμογελά
και σφίγγει τη ζώνη του παλτού της,
έτοιμη να φύγει
Μα μένει εκεί και με κοιτά
Στα μάτια με κοιτά με ικεσία
και μου χαμογελά
και με προσμένει
Δε μπορώ να σταματήσω
Δε μπορώ να σταματήσω
Με μαγνητίζει η ματιά της
...με μαγεύει
Και ξεμακραίνω
από τον κόσμο
Και κλείνομαι
Και κλείνομαι
Τα μάτια μου παίρνουν φωτιά
Τα χείλη υγραίνονται
Η ψυχή ξεμακραίνει
Και χάνεται
Χάνεται...

Μέλη ακρωτηριασμένα
Ψυχές... κορμιά ματωμένα
Υπάρχουν ολόκληροι άνθρωποι;
Δεν ξέρω…

Δημιουργός: MIPS

Νυχτερινό



Έφυγες…
Δε ρώτησες αν μου’ χει μείνει ανάσα
Δεν άντεξες της ψυχής την ορμή
Δεν γεύτηκες του ονείρου το χάδι
Και  'γω, εδώ…
Μένω στο στερέωμα της νύχτας
να σ΄ ακολουθώ…
Πηγαίνω τον δρόμο της δίψας
για το χαμένο όνειρο
Πώς ν΄ αντέξω τόση μοναξιά…

Παίρνω το δρόμο του φευγιού..
Μέσα στη νύχτα…
Φώτα ολούθε αναψοκοκκινίζουν
Τρεμοπαίζουν και διαδοχικά σβήνουν
καθώς τα προσπερνώ
Κοιτάζω χωρίς να τα βλέπω,
γιατί τα μάτια της καρδιάς μου
είναι σφαλισμένα,
συγκεντρωμένα μόνο πάνω σου..
Προσπερνώ τα σκοτεινιασμένα σπίτια..
Οσμίζομαι τις νότες τις βροχής,
καθώς χτυπούν ανελέητα τα τζάμια.
Και ξεμακραίνω με ιλιγγιώδη ταχύτητα,
Χωρίς προορισμό..

Και φεύγω…
Φεύγω για να μη γευτώ
του αποχαιρετισμού τα πικραμύγδαλα.
Φεύγω…
Για να μη νιώσω του χειμώνα την φύση.
Φεύγω για να μην υπάρξω χωρίς εσένα.
Δε θα μπορέσω να υπάρξω χωρίς εσένα..

Δυο παιδικά μάτια με κοιτούν
δακρυσμένα...
Μια ανάσα αθώα καθισμένη
σε ψηλό μαντρότοιχο με κοιτά
και με σφαλίζει για πάντα.
Όχι δε μπορώ να ξεπεζέψω
από της ζωής μου το άρμα
Όχι δε μπορώ να μηνύσω
του τέλους την ύπαρξη
Όχι δε μπορώ να φιλήσω
του Άδη τα χείλη

Δυο παιδικά μάτια αθώα με κοιτούν
και μου στέλνουν πνοές ανάγκης
Δυο μάτια από ψηλό μαντρότοιχο,
δυο χέρια με κρατούνε για πάντα
Και δεν αντέχω να φύγω…
Τρέχω με ιλιγγιώδη ταχύτητα
Προσπερνώ ανυποψίαστους διαβάτες
Χαμογελώ κι ας μην πιστεύω πια στη χαρά

Δακρύζω
Κραυγάζω
Σπαράζω
Κανείς δεν μ΄ακούει..
Γιατί;
Γιατί δε μ΄ ακούτε..
Ε… διαβάτες ,
εσείς που ξεμακραίνετε
και μ΄ αφήνετε μόνη
Γιατί δε μ΄ αγγίζετε;
Γιατί δε με θέλετε;
Γιατί με φθονείτε;

Τρέχω προσπερνώντας πανύψηλα δάση
Μπαξέδες ξέχειλους με αρώματα λήθης
Ουρανούς ξάστερους με πανσέληνους μαύρες
Και θέλω να φτάσω στο αδιέξοδο της μοίρας
Σε γκρεμό βαθύ να πετάξω,
Σαν πουλί να πετάξω και να βρω λυτρωμό
απ’ της ψυχής μου τα πάθη.
Μα δε μπορώ..

Δυο μάτια παιδικά με κοιτούν
Μου μιλούν
και μου λένε
«Ζήσε!»

Δημιουργός: MIPS

Δήμητρα Γαλάνη - Μ' αυτόν τον έρωτα



Ας ήταν κάπου γραμμένο
έστω για απολογισμό
κάθε που χάνω το τρένο
πάντα βρίσκω ένα σταθμό
συνοδεύω τους άλλους και μένω

Μ΄αυτόν τον έρωτα που χρόνια αμέτρητα
δεν υποκρίνεται
για τ΄αφιέρωμα της προσμονής
γι΄αυτόν τον έρωτα που απαραίτητα
κρατάει κι αμύνεται
ως το ξημέρωμα της πληρωμής

Ας ήταν κάπου γραμμένο
για να δείχνει αληθινό
όπου κι αν είπα πεθαίνω
βρήκα λόγο για να ζω
τυχερό κι ακριβά πληρωμένο
μα μένω

Μ΄αυτόν τον έρωτα που χρόνια αμέτρητα
δεν υποκρίνεται
για τ΄αφιέρωμα της προσμονής
γι΄αυτόν τον έρωτα που απαραίτητα
κρατάει κι αμύνεται
ως το ξημέρωμα της πληρωμής

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Το μονόγραμμα




III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ'αγαπώ και σ'αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτα άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ' ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Πού μ' αφήνεις, πού πας και ποιός, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μια μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ'ακούς
Στα νερά ένα-ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς

Ή κανείς ή κι οι δυό μαζί, μ' ακούς

Το λουλούδι αυτό τής καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε, μ' ακούς
Και δεν γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, οίδιος, μ'ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Mές στη μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Μέ σπηλιές καί με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει - ακούς;
Είμ' εγώ πού φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

Οδυσσέας Ελύτης